- όμβρα
- ηγαιώδες χρώμα που χρησιμοποιούνταν για υδροχρωματισμούς και για ελαιοχρώματα, αλλ. ομβρική γη («όμβρα Κύπρου»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομβρικός — (I) ὀμβρικός, ή, όν (Α) [όμβρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όμβρο, βροχερός. (II) ή, ό (Α ὀμβρικός, ή, όν) [Όμβριος] 1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Ομβρικοί και Όμβροι λαός τής Ιταλικής Χερσονήσου που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα… … Dictionary of Greek